περίγυρος

περίγυρος
ο
1. περιφέρεια, περίμετρος, περίβολος.
2. περιβάλλον.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περίγυρος — ο, Ν 1. αυτός που περιβάλλει κάτι 2. υπερυψωμένη κατασκευή από πέτρα, ξύλο ή άλλο υλικό που περιορίζει έναν χώρο, περιτοίχισμα, περίβολος 3. μτφ. το περιβάλλον («κοινωνικός περίγυρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γύρος] …   Dictionary of Greek

  • περίγυρο — το, Ν ο περίγυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού περίγυρος, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • περιγυριά — η, Ν [περίγυρος] 1. (σχετικά με τόπο) η περιφερική, κυκλική ή ημικυκλική έκταση που εκτείνεται γύρω από κάτι (α. «η περιγυριά τής Εκκλησίας» β. «η πυκνοφυτεμένη περιγυριά τού σπιτιού») 2. οι γύρω τόποι, τα περίχωρα («στην περιγυριά εδώ κι εκεί… …   Dictionary of Greek

  • προσεδαφίζω — ΝΑ [ἐδαφίζω] νεοελλ. 1. φέρνω πτητική μηχανή ή διαστημικό όχημα στο έδαφος τής Γης ή άλλου πλανήτη («το διαστημόπλοιο προσεδαφίστηκε ομαλά στη Σελήνη») αρχ. 1. ρίχνω καταγής («λαῑλαψ πρόρριζον ἀνασπάσασα τῇ γῇ προσεδαφίζει», Ανών.) 2. φρ. «ὄφεων… …   Dictionary of Greek

  • περίγυρο — το βλ. περίγυρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”